- λαγήνα
- η большой глиняный кувшин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαγήνα — και λαγύνα και λαήνα και λαΰνα, η (Μ λαγήνα και λαήνα) μεγάλο πήλινο δοχείο, μεγάλο λαγήνι, υδρία, στάμνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lagena < ελλ. λάγυνος. Στους τ. λαήνα και λαΰνα έχει σιγηθεί το ενδοφωνηεντικό γ . Λόγω τής μεσολάβησης τού λατ. τ.… … Dictionary of Greek
λαγήνα — η πήλινο σκεύος, στάμνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαγηνόμορφος — η, ο αυτός που μοιάζει με λαγήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγήνα + μορφος (< μορφή), πρβλ. θεό μορφος, τερατό μορφος] … Dictionary of Greek
κρωσσός — κρωσσός, ὁ (Α) 1. υδροφόρο αγγείο, στάμνα, υδρία, λαγήνα («ὁ κοῡρος ἐπεῑχε ποτῷ πολυχανδέα κρωσσὸν βάψαι ἐπειγόμενος», Θεόκρ.) 2. τεφροδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεσογειακό δάνειο. Κατ άλλους είναι δάνεια λ. γερμανικής ή… … Dictionary of Greek
λαήνα — η βλ. λαγήνα … Dictionary of Greek
λαγηνάς — ο (Μ λαγηνάς) αυτός που κατασκευάζει ή εμπορεύεται λαγήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγήνα + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς, ρολογ άς)] … Dictionary of Greek
λαγηνάτος — η, ο (Μ λαγηνᾱτος, άτη, ον) [λαγήνα] αυτός που έχει σχήμα λαγήνας … Dictionary of Greek
λαγηνοειδής — ές [λαγήνα] αυτός που έχει σχήμα λαγηνιού, όμοιος με λαγήνι … Dictionary of Greek
λαγύνα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 125 μ., 2.409 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσο του νομού, 14 χλμ. ΒΑ της πόλης της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγκαδά. Μέχρι το 1940 ονομαζόταν Λαϊνά. 2.… … Dictionary of Greek